1. Μάστορας |
Αν ψάξεις με το κερί κανένα σπίτι στα Κουκούλια δεν θα βρεις να μην έχει βγάλει μάστορα (χτίστη).
Τα Κουκούλια σαν ορεινό χωριό, είναι άγονο και φτωχό. Το επάγγελμα του χτίστη ανάγκαζε τους Κουκουλιώτες να ταξιδεύονται.
Μία παρέα από 8-10 μαστόρους και δύο (2) παιδιά ξεκίναγαν, για να βρουν δουλειά στο Καρπενήσι, στο Βάλτο, στην Πελοπόννησο, στη Θεσσαλία και σε άλλες περιοχές.
Στο ξεκίνημά τους έμοιαζαν με τους βλάχους που άφηναν τα βουνά, για τους κάμπους και με τα χελιδόνια που πήγαιναν σ’ άλλους τόπους να ξεχειμωνιάσουν.
Στο ξεκίνημά τους δεν έλειπε το μεταγωγικό τους, στο οποίο φόρτωναν σκεπάσματα και ρούχα «Μετάξι το λέγαν», τα εργαλεία τους καθώς και τρόφιμα για όσες μέρες θα έκαναν πεζοπορία.
Στα Χάνια, που ήταν στο δρόμο τους, έμεναν τα βράδια, μόνο όταν ο καιρός ήταν βροχερός, διαφορετικά τους φιλοξενούσε η εξοχή.
Η κάθε παρέα αποτελούνταν από την ίδια οικογένεια: Πατέρας, παιδιά, γαμπροί και κανένας στενός συγγενής.
Η οικονομία ήταν το γνώρισμα της κάθε παρέας, γιατί έπρεπε πριν έρθει ο χειμώνας, να γυρίσουν με χρήματα στο χωριό. Για να γίνει η οικονομία, όλη η παρέα έκανε κοινό συσσίτιο.
Οι πάντες πειθαρχούσαν στον Πρωτομάστορα, που ήταν συνήθως ο πιο ηλικιωμένος κι ο πιο καλός τεχνίτης. Αυτός έκανε κουμάντο για όλες τις δουλειές και είχε το προνόμιο να δουλεύει στη σκιά, αφού ήταν ο πελεκητής των αγκωναριών.
Τα σπίτια, οι εκκλησιές, τα γεφύρια και οι αυλόπορτες, που έχτισαν οι μάστοροι των Κουκουλιών, θα μείνουν σαν παραδοσιακή αρχιτεκτονική, σ΄όλους τους τόπους που πέρασαν και δούλεψαν.
Αξίζει να σημειωθεί, πως η Αρχαιολογική Υπηρεσία της Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της Αθήνας, Κουκουλιώτη πελεκάνο (τον Αλέξη Παπαπάνο) βρήκε να αναστυλώσει την Ακρόπολη, του οποίου το χτένι, το καλέμι και το κοπίδι (εργαλεία πελεκάνου) έφτιαχναν αριστουργήματα, που συναγωνίζονταν, τα έργα των πελεκάνων που χρησιμοποίησε ο Φειδίας, όταν έχτισε την Ακρόπολη.
Για να γίνει κάποιος χτίστης έπρεπε να περάσει από πολλά στάδια. Πρώτα γινόταν «Λασποπαίδι», μετά «Μπλαροπαίδι», ύστερα εργάτης υλικών. Ακολουθούσε βοηθός χτιστού, χτίζοντας μόνο απ’ το μέσα μέρος του τοίχου και τέλος «χτίστης», που μπορούσε να χτίζει και απ’ το έξω μέρος. |
|
2. Χτίστης |
Η χτιστική τέχνη παρουσιαζόταν από τον χτίστη του εξωτερικού μέρους του τοίχου. Φορούσε την ποδιά με την μεγάλη τσέπη, που φιλοξενούσε τα εργαλεία του: «το πασσέτο», «το αλφάδι», «τη γωνιά» και «το ζύγι» για να μετρά, ν’ αλφαδιάζει, να γωνιάζει τον τοίχο και να ζυγίζει την κατακόρυφη γραμμή. Ακόμα απαραίτητα γι’ αυτόν εργαλεία ήταν «το σφυρί», «το μυστρί», «το σκεπάρι», «το πριόνι», «ο ματρακάς», «το χτένι» μερικά «σουβλιά», (κοπίδια, βελόνια), «κορδέλα» ένα κουβάρι σπάγκο, το «μολύβι» (συνήθως στο αυτί) κ.α. μικροεργαλεία, που το φιλοξενούσε μια μουσαμαδένια τσάντα. Έπρεπε να ελέγχει το «βοηθό» του και το «λασποπαίδι». Να ελέγχει το ζύγι, την αλφαδιά, τα μέτρα του τοίχου, να χωρίζει τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού, συμβουλευόμενος τον αρχιμάστορα. Γενικά ήταν ο υπεύθυνος για το σωστό χτίσιμο της πλευράς του σπιτιού, που του είχε ορίσει ο «Αρχιμάστορας».Οι κτιστάδες και γενικά όσοι ασχολούνταν με τις οικοδομικές εργασίες, στις μεταξύ τους, συζητήσεις χρησιμοποιούσαν τη δική τους γλώσσα. Τη λέγανε «Μαστορική» και στη δική τους διάλεκτο «Κουδαρίστικη». Η γλώσσα αυτή και σήμερα ακόμα χρησιμοποιείται από πολλούς μαστόρους του χωριού μας.Είναι γλώσσα με πλήρες λεξιλόγιο κι έτσι είναι αδύνατο να καταλάβεις τι λένε μεταξύ τους. Για παράδειγμα αναφέρω μερικές λέξεις:
«Κούδαρος = Μάστορας, Κούφιο = σπίτι, Σφέλης = άνδρας, Σφέλου = γυναίκα, λαγούλι = αγόρι (παιδί) , αγκίδα = κορίτσι, μανεύω = τρώγω, γκιμεύω = κοιμάμαι, ξεφλιάζω = μιλώ, μαρτυράω, ξυσέρνομαι ή ξυσέρομαι = έρχομαι, πηγαίνω, Μιχάλης ή γκουμούτσι = κρέας, φουσκοκοίλια = φασόλια, βαζούρια = αυτιά, σκρούμπος= καφές, τροχός = κρασί, τροχεύω, = πίνω, μεθώ, απαλούδια = σύκα, γαζιέλι ή γκαζιέλι = γαϊδούρι, κατσάλι = σκύλος, ματσιόλου = γάτα, μπραβίζω = φτιάχνω, κατασκευάζω, ραπουτίζω = δουλεύω, ράπου = δουλειά, γκουλιέμος = προϊστάμενος, σιαλούτα = δραχμή, στρογγύλια = αυγά».
«Να μας μπραβίσει η σφέλου στρογγύλια να μανέψουμε» = να μας φτιάξει η κυρά αυγά να φάμε. Τσλίζεις κουδαρίστικα; = γνωρίζεις μαστορικά;
Δύσκολη η δουλειά των μαστόρων, αλλά πιο δύσκολο ήταν το χτίσιμο του σπιτιού για τον ιδιοκτήτη. «Όποιος δεν έχτισε σπίτι και δεν πάντρεψε κοπέλα δεν ξέρει τίποτα», έλεγαν οι παλιοί. Και είχαν δίκιο. Αφού και σήμερα ακόμη το σπίτι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα, που αντιμετωπίζει κάθε οικογενειάρχης.
Θεωρούνταν και ήταν πάντοτε κατόρθωμα το χτίσιμο του σπιτιού στην εποχή εκείνη, γιατί εκτός από την προσωπική εργασία του ιδιοκτήτη και την ταλαιπωρία όλης της οικογένειάς του, απαιτούσε και πολλά χρήματα, γιατί όλα γίνονταν από ανθρώπινο χέρι.
Αν το σπίτι θα το έχτιζε με ασβέστη, έπρεπε πρώτα να φτιάσει και να κάψει την ασβεσταριά, για να εξασφαλίσει την ασβέστη, που θα του χρειάζονταν και να βρει το μέρος, που θα έβγαζε τον άμμο.
Αν θα το έχτιζε με λάσπη, έπρεπε να συγκεντρώσει το κατάλληλο χώμα και να βρει άχυρο που θα ’ριχνε στη λάσπη, για να δέσει. Να συγκεντρώσει την πέτρα. Να υλοτομήσει τα ξύλα, που θα του χρειάζονταν για τη σκεπή, συνήθως εποχή με γιομάτο φεγγάρι, για να του βγουν γερά και να μην σαρακώνουν. Να τα κουβαλήσει στην πλάτη του, τις περισσότερες φορές και συνήθως νύχτα, γιατί τα υλοτομούσε δίχως άδεια. Η εργασία αυτή γινόταν ένα χρόνο πριν το χτίσιμο, για να στεγνώσουν τα ξύλα. Να σκάψει με σκαπάνη και φτυάρι τα θεμέλια. Να ακολουθήσει το παζάρεμα και το κλείσιμο της συμφωνίας με τους μαστόρους. Η συμφωνία συνήθως έκλεινε ή με «αποκοπή» ή με το «μεροκάματο», ανάλογα με την εργασία. Στην περίπτωση «αποκοπής», έπρεπε να κανονιστεί και το φαγητό, δηλαδή αν ο ιδιοκτήτης κατά το χρόνο της εργασίας θα ταΐζε τους μαστόρους ή δεν θα τους διέθετε φαγητό, θα εργάζονταν δηλαδή ξίψωμα (χωρίς ψωμί) όπως έλεγαν.
Εκτός από όλες τις προηγούμενες ταλαιπωρίες ο ιδιοκτήτης στο τέλος έπρεπε να πληρώσει στους μαστόρους ένα σεβαστό ποσό για την εποχή εκείνη.
Πάρα πολλές ήταν πράγματι οι σκοτούρες του ιδιοκτήτη.
Για τους κτιστάδες υπήρχαν δύο σταθμοί στο κάθε σπίτι που έχτιζαν. Ο πρώτος ήταν το θεμελίωμα του σπιτιού, που γινόταν μεγάλη γιορτή. Ο νοικοκύρης θα ’σφαζε σφαχτό, για να χυθεί αίμα στα θεμέλια και στην πρώτη πέτρα, για να στεριώσει το σπίτι. Η συνήθεια αυτή ίσως ήταν απομεινάρι της παράδοσης απ’ το γεφύρι της Άρτας, που ο Πρωτομάστορας για να στεριώσει το γιοφύρι, θυσίασε στα θεμέλια τη γυναίκα του.
Το έθιμο διατηρείται και σήμερα ακόμη σε πολλά χωριά.
Ακολουθούσε το μεσημέρι γλέντι. Το σφαχτό ψηνόταν και το τραπέζι γιόμιζε μαστραπάδες με καλό κρασί.
Ο δεύτερος σταθμός ήταν το τελείωμα του σπιτιού. Χαρά και για το νοικοκύρη και για τους κτιστάδες. Για το νοικοκύρη γιατί έβλεπε το σπιτικό του να τελειώνει και για τους κτιστάδες, γιατί κόντευε ο χρόνος, που θα έπαιρναν τα χρήματα, που θα έπεφτε ο «μαμουνάς», όπως έλεγαν. Εκτός από τα χρήματα ήταν και τα δώρα.
Όταν το σκέπασμα του σπιτιού έφτανε στο τέλος του, συνηθίζονταν, οι υπόλοιπες οικογένειες του χωριού να στέλνουν δώρα στους κτιστάδες. Κάθε φορά που έφτανε κάποιο δώρο, όλοι μαζί οι χτίστες χτυπούσαν τα σφυριά τους για σαματά και συγχρόνως κάποιος απ’ αυτούς, που είχε την πιο βροντερή φωνή, άρχιζε τις ευχές, φωνάζοντας δυνατά για ν’ ακούσει όλο το χωριό.
«Καλωσόρισε το δώρο απ’ την οικογένεια… (π.χ. του Θωμά Μήτση). Να ζήσει σαν τα ψηλά βουνά, να χαρεί παιδιά κι αγγόνια κλπ..
Όσο πιο ακριβό ήταν το δώρο, τόσο περισσότερες ευχές ακούγονταν. Ωραίες συνήθειες, ανάλογα με την εποχή. Σήμερα όλα άλλαξαν. Τον χτίστη σπάνια τον ακούς με το παλιό του όνομα. Σήμερα τον ονομάζουμε οικοδόμο. Την πέτρα την αντικατέστησε το τούβλο. Τη λάσπη και τον άσβεστη, το τσιμέντο. Τα μεταφορικά ζώα και το «μπλαροπαίδι» το αυτοκίνητο και ο φορτωτής. Την «κοπάνα», το αναβατόριο. Την πλάκα για τη σκεπή, το σίδηρο και το τσιμέντο ή τα κεραμίδια. Όλα λοιπόν άλλαξαν. Χάθηκαν και τα έθιμα. |
|
3. Λασποπαίδι |
Δύσκολη δουλειά, γιατί εκτός του ότι ήταν κουραστική, το λασποπαίδι ήταν συνήθως και μικρής ηλικίας. Το εργαλείο του «Λασπιά» ήταν η «κοπάνα». Έτσι έλεγαν ένα ξύλινο δοχείο μεταφοράς της λάσπης. Ανακάτευε τη λάσπη, γιόμιζε την «κοπάνα», την φορτωνόταν με αέρα στην πλάτη του και ανεβαίνοντας τις σκαλωσιές, την έφτανε στους μαστόρους, στο δεύτερο και καμιά φορά στο τρίτο πάτωμα. Όλη αυτή τη δουλειά την έκανε βιαστικά, να προλαβαίνει τους μαστόρους και να του περισσεύει και χρόνος. Για να παρακολουθεί το χτίσιμο. Άνοιγε τα μάτια του δεκατέσσερα. Ο καημός του ήταν κρυφός. Να ξεφύγει γρήγορα απ’ αυτή τη δουλειά. Να γίνει κι’ αυτός χτίστης. |
|
4. Μπλαροπαίδι |
Η δουλειά αυτή χρειάζονταν γεροδεμένο παιδί, για να μπορεί να φορτώνει στα ζώα τις πέτρες και τον άμμο.Φόρτωνε στα ζώα τα υλικά, τα συνόδευε στο δρόμο, για να μη «γείρει» κανένα ζώο και τα ξεφόρτωνε στην οικοδομή. Η δουλειά αυτή άρχιζε το πρωί με το χάραμα και τελείωνε το βράδυ όταν κρυβόταν ο ήλιος. Όλη μέρα δουλειά και το βράδυ, που όλοι ξεκουράζονταν, το «Μπλαροπαίδι» έπαιρνε το δρόμο προς τα λιβάδια, για να βοσκήσει τα ζώα. Στρώμα του, το χώμα και μαξιλάρι κάποια πέτρα. Έπαιρνε για σκέπασμα ένα «μπλαρότσιολο» κι έτσι ξημέρωνε. |
|
5. Εργάτης Υλικών |
Για να χτιστεί το σπίτι, η εκκλησία, το γιοφύρι και η μάντρα χρειάζονταν υλικά, πέτρα και άμμος.Ο νοικοκύρης έπρεπε να βρει το μέρος απ’ όπου θα έβγαιναν αυτά τα υλικά. Ο εργάτης αναλάμβανε το βγάλσιμό τους. Χρησιμοποιούσε για εργαλεία την παραμίνα για τα φουρνέλα, το λοστό και τη βαριά για να βγάλει και να σπάσει την πέτρα, τον κασμά, το φτυάρι και την κοσκινίστρα για να βγάλει και να κοσκινίσει την άμμο.Εκτός απ’ όλα τούτα, απαραίτητα ήταν και τα εκρηκτικά: Δυναμίτης, καψούλια, μαύρο μπαρούτι και φυτίλι. Μ’ αυτά μπορούσε να πάρει εκδίκηση από τις πέτρες, που όλη μέρα αντιστέκονταν στη δύναμή του και στο βάρος «της βαριάς».
Το βραδάκι ακούγονταν οι φωνές του μιναδόρου «φουρνέλο – φουρνέλο – φουρνέλο» και στη συνέχεια τα «μπαμ – μπουμ». Αφού ο κίνδυνος περνούσε, έβγαινε από τον κρυψώνα του και γύριζε ξανά στη δουλειά του. Ήθελε να καμαρώσει τα αποτελέσματα του δυναμίτη και του μπαρουτιού. Ένιωθε θριαμβευτής. Έστριβε ένα τσιγάρο και καθόταν σε μια πέτρα να καπνίσει. Έπαιρνε την εκδίκησή του απ’ τις πέτρες που όλη μέρα τις πότιζε με τον ιδρώτα του. Αναλογιζόταν πόσο μεγαλύτερη είναι η δύναμη του μυαλού από τη δύναμη των χεριών του. Ήταν η ηθική του ικανοποίηση. Εκείνη την ώρα είχε σταματήσει τη δουλειά του. Το μυαλό του ευκαιρούσε και του περνούσε η σκέψη: «Θα αργήσει πολύ άραγε να γίνει κι αυτός χτίστης για να μη παλεύει όλη μέρα με τις πέτρες; » Νόμιζε πως η δουλειά του χτίστη ήταν πιο εύκολη, πιο ξεκούραστη. Νύχτωνε σχεδόν, όταν έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού για ξεκούραση. Τα ίσκια είχαν πολύ ώρα που κρύφτηκαν στο απέναντι βουνό. |
|
6. Βοηθός Χτίστη |
Το χτίσιμο στο εσωτερικό του τοίχου γινόταν συνήθως από τον βοηθό του χτίστη. Αυτός είχε περάσει όλα τα προηγούμενα στάδια κι έτσι είχε μια κάποια πείρα της δουλειάς. Φρόντιζε όχι μόνο να χτίζει, ακλουθώντας στην πρόοδο της δουλειάς τον τεχνίτη που έχτιζε απ’ έξω, αλλά και να μη λείπει τίποτα. Σκυφτός πάντα, αμίλητος, έτοιμος να δεχτεί τις συμβουλές και τις παρατηρήσεις του Μάστορα για την τοποθέτηση της πέτρας πάντα με «μαξιλάρι», για το γέμισμα του τοίχου με πετραδάκια και λάσπη, για τη «φέξη», που έπρεπε ν’ αφήνει το «ράμμα».Αυτός κουβαλούσε το αγκωνάρι στη σκαλωσιά, γιατί ήταν βαρύ και το λασποπαίδι δεν μπορούσε να το σηκώσει. Θα έδινε πάντα πρώτα στο μάστορα το τσουκάλι με το νερό και μετά θα έπινε αυτός. Ποτέ δεν άφηνε ευκαιρία να πάει χαμένη. Όταν ο μάστορας έστριβε τσιγάρο, έχτιζε κι αυτός – πάντα δοκιμή – και καμιά πέτρα απ’ έξω. Κι εκεί πάνω στην πράξη, με τις συμβουλές του μάστορα, μάθαινε την τέχνη. |
|
7. Γεωργός |
Οργώνει τη γη στις αρχές του φθινοπώρου, μετά από τις πρώτες βροχές και σπέρνει το σπόρο του προϊόντος που επιθυμεί. Για το όργωμα χρησιμοποιούσε το ξύλινο αλέτρια και αργότερα το σιδερένιο, φροντίζοντας τα σπαρτά του όλο το χρόνο. Σκάλιζε πότιζε ξεβοτάνιζε και στο τέλος μάζευε τους καρπούς για να ζήσει την οικογένειά του τον υπόλοιπο χρόνο μέχρι την καινούργια σοδιά. Αξίζει να αναφέρουμε για τα εργαλεία του γεωργού που σήμερα δεν υπάρχουν καθώς αντικαταστάθηκαν με σύγχρονα μηχανήματα, καθώς επίσης για τα είδη καλλιέργειας και τον τρόπο που τα καλλιεργούσαν:Το ΑλέτριEργαλείο κάθε οικογένειας, απαραίτητο για το όργωμα των χωραφιών τους. Το πρωτο αλετρι ηταν ξυλινο και πολυ αργοτερα αντικατασταθηκε απο το σιδερενιο.
Το ξύλινο αλέτρι αποτελούνταν από:
- Την χειρολαβή.
- Το σύρτη (ήταν ένα ξύλο (3) μέτρα περίπου, λίγο καμπυλωτό στη μέση, συνδέονταν στην μπροστινή του άκρη με το ζυγό και το πίσω μέρος ήταν καρφωμένο πάνω στο αλετροπόδι για να τραβά το αλέτρι).
- Το ζυγό (ελαφρύ ξύλο, κυρίως από πλάτανο, που κάθιζε πάνω στο σβέρκο των ζώων, για να τραβούν το αλέτρι).
- Τις ζέβλες (αποτελούνταν από μικρά καμπυλωτά ξύλα τα οποία ανά δύο περνούσαν από τις τρύπες που υπήρχαν στις άκρες του ζυγού και έδεναν στο λαιμό των ζώων)
- Το αλετροπόδι: Είχε σχήμα ποδαριού και ήταν η βάση του αλετριού.
- Τα Φτερά
- Το Υνί: Ήταν σιδερένιο, προσαρμόζονταν στην άκρη του αλετροπόδι, είχε μύτη και φτερά από ατσάλι για να σχίζει το χώμα και να οργώνει.
- Τις αλιμαργιές (Μαξιλαράκια από δέρμα) : τοποθετούνταν για να μην τρίβει ο ζυγός το λαιμό των ζώων.
- Τη Σβάρνα: Ίσιωνε το χώμα μετά το όργωμα. Ήταν ξύλινη κατασκευή που την έσερναν τα βόδια αντί για αλέτρι και πάνω σ΄ αυτή ήταν ο ζευγίτης.
- Τη βουκέντρα (συμπληρωματικό εργαλείο): Ήταν ένα ξύλινο καντάρι 2,5 μ. περίπου που στο ένα άκρο είχε σίδερο σε σχήμα Δ με το οποίο καθάριζε τις λάσπες από το αλέτρι, και στην άλλη άκρη ένα καρφί που κεντούσε τα ζώα για να προχωρούν γρηγορότερα.
Τα ζώα που χρησιμοποιούνταν για το όργωμα, ήταν κυρίως αγελάδες, αλλά και μουλάρια ή γάιδαροι.
Άλλα αγροτικά εργαλεία:
Δρεπάνι: για το θερισμό του σιταριού και κοπή των χόρτων.
Τσεκούρι: για το κόψιμο των ξύλων.
Κόφτρα : μεγάλο πριόνι με δύο λαβές (περίπου 2 μ.) για το πριόνισμα μεγάλων κορμών δέντρων.
Πριόνι.
Βαριά και σφήνες: (ξύλινες ή μεταλλικές): για το σχίσιμο των ξύλων.
Κοσιά: για το κόψιμο του τριφυλλιού.
Στατέρι ή καντάρι για ζύγισμα. Είχε δύο πλευρές, από τη μία ζύγιζε ελαφρά και από την άλλη βαριά αντικείμενα.
Παλάντζα: για το ζύγισμα αντικειμένων.
Κλαδευτήρι: για το κόψιμο κλωναριών δέντρων.
Κασάρι: Εργαλείο για κόψιμο χόρτων, βάτα κλπ
Μπέλι : Ήταν σαν ίσιο φτυάρι, για το σκάψιμο των κήπων.
Τσαπί: κυρίως για το σκάλισμα των κήπων.
Κασμάς.
Φτυάρι.
Γράνα.
Παραμίνα – Λοστός: βοηθούσαν στο άνοιγμα τρύπας για διάφορες χρήσεις (λούρες, πασσάλους, φουρνέλα κλπ).
(Συγκέντρωση των στοιχείων: πληροφορίες από γέροντες – γερόντισσες του χωριού)
Παλιά, κάθε σπιτικό φρόντιζε να καλλιεργεί όλα εκείνα τα αγαθά που είχε ανάγκη για να τραφεί η οικογένεια, όλο το χρόνο. Από το σιτάρι και το καλαμπόκι έφτιαχναν αλεύρι εξασφαλίζοντας το ψωμί, αλλά και τροφή για τα ζώα. Αποθηκεύανε την σοδιά από τις πατάτες, τα φασόλια, τα κουκιά, τις φακές, τα κρεμμύδια, κλπ για να έχουν τροφή για τον υπόλοιπο χρόνο, μέχρι να έρθει η νέα σοδιά. Το τριφύλλι, τα φύλλα από τις καλαμποκιές, τις σκαμιές, τις συκιές, αφού τα ξεραίνανε στον ήλιο τα αποθηκεύανε στην αποθήκη ή στη θημωνιά για να έχουν τροφή τα ζώα το χειμώνα. Πολλές φορές γινόταν ανταλλαγή προϊόντων μεταξύ τους, π.χ. καλαμπόκι με σιτάρι κλπ. ή φορτώνανε καλαμπόκι, σιτάρι και το πηγαίνανε στην Άρτα ή στα Γιάννενα, με τα πόδια, για να το ανταλλάξουν με άλλα είδη που είχαν ανάγκη. Όποιος δεν είχε κτήματα να καλλιεργήσει ή δεν του πήγαινε καλά η σοδειά, τα έβγαζε πολύ δύσκολα πέρα. Τα χρήματα ήταν λιγοστά και μετά βίας κάλυπταν τις ανάγκες για την αγορά ειδών μπακαλικής και ρουχισμού.
Αξίζει να αναφερθούμε στις παλιές καλλιέργειες, το χρόνο σποράς αυτών (σύμφωνα με τις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής μας), αλλά και την όλη διαδικασία καλλιέργειας μερικών απ΄ αυτών, από τη σπορά μέχρι την παραγωγή. Επίσης θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα περισσότερα από τα είδη αυτά, καλλιεργούνται και σήμερα. Χρησιμοποιούνται σπόροι παλιών ποικιλιών και παράγονται υγιεινά και αγνά προϊόντα. Η παραγωγή τους όμως, γίνεται σε μικρές ποσότητες για κάλυψη των αναγκών σε τοπικό επίπεδο.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ & ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΛΑΜΠΟΚΙΟΥ:
Είδη καλαμποκιού: Καραβίσιο και υβρίδιο
Καραβίσιο είναι: Είναι το Λευκό καλαμπόκι, συνήθως έχει μεγάλο καβούκι και ψηλώνει πολύ.
Υβρίδιο είναι: Είναι το κίτρινο καλαμπόκι, με μικρότερο καβούκι και ποιό κοντό κορμό.
Εχθρός του καλαμποκιού ήταν ο ασβός. Για να τον αντιμετωπίσουν χρησιμοποιούσαν τους εξής τρόπους: έφραζαν τα χωράφια, έβαζαν παγίδες για να πιάσουν τους ασβούς, παραφύλαγαν οι ίδιοι με ή χωρίς ντουφέκια, έβαζαν μέσα σε γκαζοτενεκέδες χελώνες ή σκαντζόχοιρους για να κάνουν θόρυβο και να φοβηθούν οι ασβοί.
Μήνας σποράς: Πρώτο όργωμα Μάρτιο, αρχές Απριλίου, δεύτερο όργωμα και σπορά τον Μάιο.
Τρόπος σποράς: Όργωμα-Αυλάκι
Σκάλισμα: Όταν γίνει 20 εκατοστά (περίπου τέλος Ιουνίου)
Πότισμα: Όλο το καλοκαίρι κάθε (7) μέρες περίπου, με άφθονο νερό.
Περισυλλογή καλαμποκιάς, φύλων – επεξεργασία: Τον Σεπτέμβριο έκοβαν το πάνω από τον καρπό μέρος, την καλαμποκιά και τα φύλλα (την ξεραίνανε και την χρησιμοποιούσαν για τροφή των ζώων τον Χειμώνα). Η περισυλλογή γινόταν με αλληλοβοήθεια «μεντάτι» (μία στο ένα χωράφι και μία στο χωράφι του άλλου).
Περισυλλογή καρπών: Τον Οκτώβριο μαζεύανε τον καρπό «τα καβούκια» και τα μεταφέρανε στα σπίτια για το ξεφλούδισμα.
Ξεφλούδισμα: Για το ξεφλούδισμα χρησιμοποιούσαν συνήθως μία πρόγκα 45άρα, ως βοηθητικό εργαλείο για να ανοίγουν στην άκρη τα φύλλα και εν συνεχεία τραβώντας τα προς τα κάτω να απελευθερώνουν τον καρπό. Παράλληλα πρόσεχαν να αφήνουν δύο φύλλα για να μπορούν να δένουν και να κρεμούν τον καρπό για να ξεραθεί.
Για το ξεφλούδισμα μαζεύονταν παρέες της γειτονιάς και πηγαίνανε με τη σειρά μια στο ένα σπίτι και μια στο άλλο. Ξεφλουδίζοντας τραγουδούσαν και έλεγαν διάφορες ιστορίες. Οι σπιτονοικοκυρές προσέφεραν κρασί, τσίπουρο, τηγανίτες και καμία πίτα.
Επόμενα στάδια επεξεργασίας: Το ξεφλουδισμένο καλαμπόκι το έκαναν αρμάθες με την βοήθεια των φύλλων που προαναφέραμε και το κρεμούσαν (σε σύρματα που υπήρχαν στα ταβάνια των σπιτιών, σε υπόστεγα, στις αποθήκες κλπ) για να ξεραθεί. Κατόπιν το ξεσπύριζαν και το έβαζαν στο αμπάρι. Από εκεί έπαιρναν κάθε φορά την ποσότητα που ήθελαν, το πήγαιναν στο μήλο να το αλέσουν και να το κάνουν αλεύρι.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ & ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΙΤΑΡΙΟΥ:
Μήνας σποράς: Οκτώβριο-Νοέμβριο
Τρόπος σποράς: Σπαρτό & όργωμα
Σκάλισμα: Όχι
Πότισμα: Όχι
Μήνας & τρόπος θερισμού: Ο θερισμός γινόταν περίπου στο τέλος του μηνός Ιουνίου. Από νωρίς το πρωί πήγαιναν στο χωράφι (4-10) άτομα, ανάλογα με το μέγεθος του χωραφιού. Αλλά άτομα θέριζαν, άλλα έδεναν σε μικρά δέματα (σκλίδες) και στο τέλος μεταφερόταν, με τα ζώα, στο αλώνι ή στις αυλές των σπιτιών.
Αφού έμενε στον ήλιο για (3-4) ημέρες, άρχιζε το αλώνισμα.
Ο θερισμός καθώς επίσης και το αλώνισμα και το λίχνισμα γινόταν με αλληλοβοήθεια «μεντάτι»
Περισυλλογή καρπών (αλώνισμα): Χτυπούσαν πάνω σε πλάκα, που την τοποθετούσαν με κλήση (45ο -60ο), συνήθως με ραβδιά, τα δέματα του σιταριού, για να βγει ο καρπός (το σιτάρι). Τα δέματα που έμεναν μετά την αφαίρεση του καρπού, τα συγκέντρωναν πολλά μαζί και τα χτύπαγαν με δύο ξύλα, δεμένα καλά μεταξύ τους με τριχιά, για να έχει πολύ δύναμη (κρατούσαν το ένα ξύλο από την άκρη, το αιωρούσουν στον αέρα, έτσι ώστε να παίρνει δύναμη και χτυπούσε τα δέματα το άλλο ξύλο), για να βγουν και οι τελευταίοι σπόροι.
Τρόπος καθαρισμού του καρπού (λίχνισμα, κοσκίνισμα): Αφού μάζευαν τη σοδειά μετά το αλώνισμα, πήγαιναν σε μέρη που είχε πολύ αέρα για να καθαρίσουν το σιτάρι (λίχνισμα). Εκεί έβαζαν τον καρπό (που ήταν σιτάρι αναμεμειγμένο με «λιχνίδια») σε ταψιά, τα σηκώνανε ψηλά και αφήνανε να πέσει λίγο-λίγο ώστε ο αέρας να παίρνει τα λιχνίδια και να πέφτει κάτω (σχεδόν) καθαρό το σιτάρι.
Επόμενα στάδια επεξεργασίας (Λιάσιμο, πλύσιμο, αποθήκευση, άλεσμα κλπ): Το σιτάρι μετά το λίχνισμα το πηγαίνανε στη βρύση, το έπλεναν, το άφηναν να στεγνώσει καλά στον ήλιο, το αποθήκευαν στα αμπάρια και από εκεί έπαιρναν κάθε φορά την ποσότητα που ήθελαν και το πήγαινα στο μήλο να το αλέσουν και να το κάνουν αλεύρι.
- ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΑΛΛΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ, ΕΚ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΜΑΣ:
Αγγούρια: Σπέρνονται από το μήνα Μάρτιο μέχρι Μάιο σε γούρνες(1-2 σπόροι), σκαλίζονται όταν γίνουν 20 εκ. και ποτίζονται συχνά.
Άνηθος: Σπέρνεται τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο και Οκτώβριο, σπαρτό. Δεν θέλει σκάλισμα και ποτίζεται συχνά.
Αρακάς: Σπέρνεται τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο σε μικρές γούρνες, σκαλίζεται όταν γίνει 15 εκ. περίπου και ποτίζεται μόνο στην ξηρασία.
Βίκος: Σπέρνεται τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο, δεν χρειάζεται σκάλισμα και πότισμα.
Βρώμη: Σπέρνεται τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο δεν χρειάζεται σκάλισμα και πότισμα.
Καλαμπόκι: Σπέρνεται τον Μάρτιο – Απρίλιο, σκαλίζεται όταν γίνει 20 εκ. και ποτίζεται με άφθονο νερό κάθε 10 ημέρες.
Καμπρολάχανα: Σπέρνονται το μήνα Φεβρουάριο σε φυτώριο, μεταφυτεύονται τον Μάρτιο – Απρίλιο, σκαλίζεται όταν γίνει 20 εκ. περίπου και ποτίζονται συχνά.
Κολοκύθια: Σπέρνονται από τους μήνες Μάρτιο μέχρι Μάιο σε γούρνες (1-2 σπόροι), σκαλίζονται όταν γίνουν 20 εκ. και ποτίζονται συχνά.
Κουκιά: Σπέρνονται τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο, σε γούρνες, σκαλίζονται το μήνα Φεβρουάριο και ποτίζονται σε περίπτωση ξηρασίας.
Κρεμμύδια: Σπέρνεται το κορκάρι τους μήνες Μάρτιο Απρίλιο & Οκτώβριο σε αυλάκι. σκαλίζονται όταν γίνουν 15-20 εκ και ποτίζονται ανάλογα. (Το κορκάρι παράγεται ως εξής: Αφήνουμε 10 κρεμμύδια να γίνουν, μέχρι να καρπίσουν. Μαζεύουμε το σπόρο και τον σπέρνουμε για να πάρουμε το κορκάρι, το οποίο ξεραίνουμε στον ήλιο και το φυτεύουμε το Μάρτιο-Απρίλιο).
Λάπατα: Σπέρνονται τους μήνες Μάρτιο Απρίλιο & Οκτώβριο σε αυλάκι, σκαλίζονται όταν φυτρώσουν και ποτίζονται συχνά.
Λούπινα: Σπέρνονται το Φθινόπωρο και το Χειμώνα. Δεν θέλουν σκάλισμα και πότισμα.
Μαϊντανό: Σπέρνεται τους μήνες Μάρτιο και Σεπτέμβριο, σπαρτό. Δεν θέλει σκάλισμα και ποτίζεται συχνά.
Μαρούλια: Σπέρνονται από το μήνα Μάρτιο μέχρι Σεπτέμβριο Οκτώβριο. Όταν φυτρώσουν τα αραιώνουμε (μεταφυτεύουμε), σκαλίζονται όταν γίνουν 15 εκ. και ποτίζονται συχνά.
Μελιτζάνες: Αρχικά σπέρνονται σε φυτώριο και μεταφυτεύονται από το μήνα Μάρτιο μέχρι Μάιο σε αυλάκι σε απόσταση μεταξύ τους 30-40 εκ., σκαλίζονται όταν γίνουν 20 εκ και θέλουν συχνό πότισμα.
Μπαζιάδια: Σπέρνονται τον Μάρτιο-Απρίλιο και Σεπτέμβριο-Οκτώβριο σε αυλάκι. Σκαλίζονται όταν γίνουν 10 εκ. και ποτίζονται συχνά.
Ντομάτες: Σπέρνονται αρχικά σε φυτώριο τον Φεβρουάριο-Μάρτιο και εν συνεχεία γίνεται μεταφύτευση τον μήνα Απρίλιο. Σκαλίζονται όταν γίνουν 20 εκ. και ποτίζονται συχνά.
Παντζάρια: Σπέρνονται τους Μήνες Μάρτιο και Σεπτέμβριο σπαρτό. Σκαλίζονται όταν γίνουν 15-20 εκ και ποτίζονται συχνά.
Πατάτες: Σπέρνονται από 15 Μαρτίου μέχρι 15 Απριλίου, σε γούρνες ή αυλάκι, σκαλίζονται όταν γίνουν 20 εκ. και ποτίζονται ανάλογα.
Πιπεριές: Αρχικά σπέρνονται σε φυτώριο και μεταφυτεύονται από το μήνα Μάρτιο μέχρι Μάιο σε αυλάκι σε απόσταση μεταξύ τους 30-40 εκ., σκαλίζονται όταν γίνουν 20 εκ και θέλουν συχνό πότισμα.
Πράσα: Σπέρνονται τον Μάρτιο-Απρίλιο σε αυλάκι, σκαλίζονται όταν γίνουν 30 εκ. και ποτίζονται συχνά.
Σέλινο: Σπέρνεται τους μήνες Μάρτιο και Σεπτέμβριο, σπαρτό. Σκαλίζονται όταν γίνουν 20 εκ. και ποτίζονται συχνά.
Σέσκουλα: Σπέρνονται τους μήνες Μάρτιο και Οκτώβριο, σπαρτό. Σκαλίζονται όταν γίνουν 15-20 εκ. και ποτίζονται συχνά.
Σιτάρι: Σπέρνεται τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο, δεν χρειάζεται σκάλισμα και πότισμα.
Σκόρδα: Σπέρνονται το μήνα Οκτώβριο, σε αυλάκι. Θέλουν σκάλισμα και πότισμα.
Τριφύλλι: Σπέρνεται τους μήνες Φεβρουάριο-Μάρτιο, δεν θέλει σκάλισμα και όσο για πότισμα, υπάρχει ξερικό και ποτιστικό.
Φακές: Σπέρνονται τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο, δεν χρειάζονται σκάλισμα και πότισμα.
Φασόλια: Σπέρνονται από το μήνα Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο, σε γούρνες (4-5 σπόροι), σκαλίζονται όταν γίνουν 15-20 εκ. και τοποθετούνται στηρίγματα για να αναρριχηθούν. Ποτίζονται ανάλογα.
Φράουλες: Σπέρνονται τον Μάρτιο-Απρίλιο σε αυλάκι, σκαλίζονται όταν γίνουν 10 εκ. και ποτίζονται συχνά. |
|
|
|